Translation meaning & definition of the word "peripheral" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περιφερειακή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Peripheral
[Περιφερειακή]/pərɪfərəl/
noun
1. (computer science) electronic equipment connected by cable to the cpu of a computer
- "Disk drives and printers are important peripherals"
- synonym:
- peripheral ,
- computer peripheral ,
- peripheral device
1. (επιστήμη υπολογιστών) ηλεκτρονικός εξοπλισμός συνδεδεμένος με καλώδιο στην κμε ενός υπολογιστή
- "Οι μονάδες δίσκου και οι εκτυπωτές είναι σημαντικοί περιφερειακοί"
- συνώνυμο:
- περιφερειακή ,
- περιφερειακός υπολογιστής ,
- περιφερειακή συσκευή
adjective
1. On or near an edge or constituting an outer boundary
- The outer area
- "Russia's peripheral provinces"
- "Peripheral suburbs"
- synonym:
- peripheral
1. Επάνω ή κοντά σε μια άκρη ή που αποτελεί ένα εξωτερικό όριο
- Η εξωτερική περιοχή
- "Περιφερειακές επαρχίες της ρωσίας"
- "Περιφερειακά προάστια"
- συνώνυμο:
- περιφερειακή
2. Related to the key issue but not of central importance
- "A peripheral interest"
- "Energy is far from a peripheral issue in the economy"
- "Peripheral issues"
- synonym:
- peripheral
2. Σχετίζεται με το βασικό ζήτημα αλλά όχι με την κεντρική σημασία
- "Περιφερειακό ενδιαφέρον"
- "Η ενέργεια απέχει πολύ από ένα περιφερειακό ζήτημα στην οικονομία"
- "Περιφερειακά ζητήματα"
- συνώνυμο:
- περιφερειακή