Translation meaning & definition of the word "period" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περίοδος" στην ελληνική γλώσσα
Period
[Περίοδος]noun
1. An amount of time
- "A time period of 30 years"
- "Hastened the period of time of his recovery"
- "Picasso's blue period"
- synonym:
- time period ,
- period of time ,
- period
1. Ένα χρονικό διάστημα
- "Χρόνος 30 ετών"
- "Έχει σπαταλήσει το χρονικό διάστημα της ανάρρωσής του"
- "Η μπλε περίοδος του πικάσο"
- συνώνυμο:
- χρονική περίοδος ,
- περίοδος
2. The interval taken to complete one cycle of a regularly repeating phenomenon
- synonym:
- period
2. Το διάστημα που λαμβάνεται για να ολοκληρωθεί ένας κύκλος ενός τακτικά επαναλαμβανόμενου φαινομένου
- συνώνυμο:
- περίοδος
3. (ice hockey) one of three divisions into which play is divided in hockey games
- synonym:
- period
3. ( χόκεϊ ) είναι ένα από τα τρία τμήματα στα οποία το παιχνίδι χωρίζεται σε παιχνίδια χόκεϊ
- συνώνυμο:
- περίοδος
4. A unit of geological time during which a system of rocks formed
- "Ganoid fishes swarmed during the earlier geological periods"
- synonym:
- period ,
- geological period
4. Μια μονάδα γεωλογικού χρόνου κατά τη διάρκεια της οποίας σχηματίστηκε ένα σύστημα βράχων
- "Γανοειδή ψάρια κατά τη διάρκεια των προηγούμενων γεωλογικών περιόδων"
- συνώνυμο:
- περίοδος ,
- γεωλογική περίοδος
5. The end or completion of something
- "Death put a period to his endeavors"
- "A change soon put a period to my tranquility"
- synonym:
- period
5. Το τέλος ή η ολοκλήρωση κάποιου πράγματος
- "Ο θάνατος έβαλε μια περίοδο στις προσπάθειές του"
- "Μια αλλαγή σύντομα έβαλε μια περίοδο στην ηρεμία μου"
- συνώνυμο:
- περίοδος
6. The monthly discharge of blood from the uterus of nonpregnant women from puberty to menopause
- "The women were sickly and subject to excessive menstruation"
- "A woman does not take the gout unless her menses be stopped"--hippocrates
- "The semen begins to appear in males and to be emitted at the same time of life that the catamenia begin to flow in females"--aristotle
- synonym:
- menstruation ,
- menses ,
- menstruum ,
- catamenia ,
- period ,
- flow
6. Η μηνιαία απόρριψη αίματος από τη μήτρα των μη έγκυων γυναικών από την εφηβεία έως την εμμηνόπαυση
- "Οι γυναίκες ήταν άρρωστες και υπόκεινται σε υπερβολική εμμηνόρροια"
- "Μια γυναίκα δεν παίρνει την ουρική αρθρίτιδα, εκτός αν σταματήσουν τα ανδρικά της"-ιπποκράτης
- "Το σπέρμα αρχίζει να εμφανίζεται στα αρσενικά και να εκπέμπεται ταυτόχρονα με τη ζωή ότι η καταμένια αρχίζει να ρέει στα θηλυκά"
- συνώνυμο:
- εμμηνόρροια ,
- αναλογίεσ ,
- καταμένια ,
- περίοδος ,
- ροή
7. A punctuation mark (.) placed at the end of a declarative sentence to indicate a full stop or after abbreviations
- "In england they call a period a stop"
- synonym:
- period ,
- point ,
- full stop ,
- stop ,
- full point
7. Ένα σημείο στίξης (.) τοποθετείται στο τέλος μιας δηλωτικής πρότασης για να δείξει μια πλήρη στάση ή μετά από συντομογραφίες
- "Στην αγγλία αποκαλούν μια περίοδο σταμάτημα"
- συνώνυμο:
- περίοδος ,
- σημείο ,
- πλήρης στάση ,
- σταματώ ,
- πλήρης σημείο