Translation meaning & definition of the word "perfunctory" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιπεφυκότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Perfunctory
[Βελονιστικόσ]/pərfəŋktəri/
adjective
1. Hasty and without attention to detail
- Not thorough
- "A casual (or cursory) inspection failed to reveal the house's structural flaws"
- "A passing glance"
- "Perfunctory courtesy"
- synonym:
- casual ,
- cursory ,
- passing(a) ,
- perfunctory
1. Βιαστικά και χωρίς προσοχή στη λεπτομέρεια
- Όχι ενδελεχής
- "Μια περιστασιακή επιθεώρηση ( δεν κατάφερε να αποκαλύψει τα δομικά ελαττώματα του σπιτιού"
- "Μια περαστική ματιά"
- "Ακριβής ευγένεια"
- συνώνυμο:
- περιστασιακός ,
- επιμελητεία ,
- περασι(α ,
- αρωματοποιίασ
2. As a formality only
- "A one-candidate pro forma election"
- synonym:
- pro forma ,
- perfunctory
2. Μόνο ως τυπικότητα
- "Ένας μονοπαθής υπέρ των εκλογών"
- συνώνυμο:
- προ φόρμα ,
- αρωματοποιίασ