Translation meaning & definition of the word "performer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "εξυπηρετητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Performer
[Εκτελεστήσ]/pərfɔrmər/
noun
1. An entertainer who performs a dramatic or musical work for an audience
- synonym:
- performer ,
- performing artist
1. Ένας διασκεδαστής που εκτελεί μια δραματική ή μουσική δουλειά για ένα κοινό
- συνώνυμο:
- ερμηνευτήσ ,
- ερμηνευτής
Examples of using
What is music for you, listener, and for you, performer?
Τι είναι η μουσική για εσάς, τον ακροατή, και για εσάς, τον ερμηνευτή?
We applauded the performer.
Χειροκροτήσαμε τον ερμηνευτή.