Translation meaning & definition of the word "perfectionist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τεχνίτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Perfectionist
[Τελειοποιητήσ]/pərfɛkʃənəst/
noun
1. A person who is displeased by anything that does not meet very high standards
- synonym:
- perfectionist
1. Ένα άτομο που είναι δυσαρεστημένο από οτιδήποτε δεν πληροί πολύ υψηλά πρότυπα
- συνώνυμο:
- τελειομανήσ
Examples of using
I actually voted that I'm not a perfectionist, though. I have some of the signs on the list to a high degree but not entirely motivated by perfection.
Στην πραγματικότητα ψήφισα ότι δεν είμαι τελειομανής. Έχω μερικά από τα σημάδια στη λίστα σε υψηλό βαθμό, αλλά δεν παρακινούνται εξ ολοκλήρου από την τελειότητα.
Tom is a perfectionist.
Ο Τομ είναι τελειομανής.
I'm a perfectionist.
Είμαι τελειομανής.