Translation meaning & definition of the word "perfected" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μολυσμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Perfected
[Τελειοποιημένο]/pərfɛktɪd/
adjective
1. (of plans, ideas, etc.) perfectly formed
- "A graceful but not yet fully perfected literary style"
- synonym:
- perfected
1. ( των σχεδίων, των ιδεών, κλπ.) τέλεια διαμορφωμένο
- "Ένα χαριτωμένο αλλά όχι ακόμα πλήρως τελειοποιημένο λογοτεχνικό στυλ"
- συνώνυμο:
- τελειοποιημένο
Examples of using
The method hasn't been perfected yet.
Η μέθοδος δεν έχει τελειοποιηθεί ακόμα.