Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "perfect" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τέλεια" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Perfect

[Τέλειος]
/pərfɛkt/

noun

1. A tense of verbs used in describing action that has been completed (sometimes regarded as perfective aspect)

    synonym:
  • perfective
  • ,
  • perfective tense
  • ,
  • perfect
  • ,
  • perfect tense

1. Μια ένταση των ρημάτων που χρησιμοποιούνται στην περιγραφή δράσης που έχει ολοκληρωθεί (μερικές φορές θεωρείται ως τελειοποιητική πτυχή)

    συνώνυμο:
  • τελειοποιητικόσ
  • ,
  • τελειοποιημένος
  • ,
  • τέλειος
  • ,
  • τέλειος τεταμένος

verb

1. Make perfect or complete

  • "Perfect your french in paris!"
    synonym:
  • perfect
  • ,
  • hone

1. Κάντε τέλειο ή ολοκληρωμένο

  • "Τελειοποιήστε τα γαλλικά σας στο παρίσι!"
    συνώνυμο:
  • τέλειος
  • ,
  • ακόνισε

adjective

1. Being complete of its kind and without defect or blemish

  • "A perfect circle"
  • "A perfect reproduction"
  • "Perfect happiness"
  • "Perfect manners"
  • "A perfect specimen"
  • "A perfect day"
    synonym:
  • perfect

1. Να είναι πλήρης του είδους του και χωρίς ελάττωμα ή ψεγάδι

  • "Ένας τέλειος κύκλος"
  • "Τέλεια αναπαραγωγή"
  • "Απόλυτη ευτυχία"
  • "Τέλειοι τρόποι"
  • "Ένα τέλειο δείγμα"
  • "Μια τέλεια μέρα"
    συνώνυμο:
  • τέλειος

2. Without qualification

  • Used informally as (often pejorative) intensifiers
  • "An arrant fool"
  • "A complete coward"
  • "A consummate fool"
  • "A double-dyed villain"
  • "Gross negligence"
  • "A perfect idiot"
  • "Pure folly"
  • "What a sodding mess"
  • "Stark staring mad"
  • "A thoroughgoing villain"
  • "Utter nonsense"
  • "The unadulterated truth"
    synonym:
  • arrant(a)
  • ,
  • complete(a)
  • ,
  • consummate(a)
  • ,
  • double-dyed(a)
  • ,
  • everlasting(a)
  • ,
  • gross(a)
  • ,
  • perfect(a)
  • ,
  • pure(a)
  • ,
  • sodding(a)
  • ,
  • stark(a)
  • ,
  • staring(a)
  • ,
  • thoroughgoing(a)
  • ,
  • utter(a)
  • ,
  • unadulterated

2. Χωρίς προσόντα

  • Χρησιμοποιείται ανεπίσημα ως (πέντεκα ενισχυτές πιεζοριωδίας)
  • "Ένας ανόητος"
  • "Εντελώς δειλός"
  • "Ένας απόλυτος ανόητος"
  • "Ένας διπλός κακοποιός"
  • "Ακατάπαυστη αμέλεια"
  • "Τέλειος ηλίθιος"
  • "Καθαρή τρέλα"
  • "Τι χάλια"
  • "Ο σταρκ κοιτάζει τρελός"
  • "Ενδελεχής κακοποιός"
  • "Ανοησίες"
  • "Η ανόθευτη αλήθεια"
    συνώνυμο:
  • φυσιολογική(
  • ,
  • πλήρη(
  • ,
  • ολερατ()
  • ,
  • διπλή-βαμμένη(
  • ,
  • αιων(Α)
  • ,
  • χονδρο(
  • ,
  • τελειο(
  • ,
  • πλουρι(
  • ,
  • σοδ()
  • ,
  • σταρκ(α)
  • ,
  • βλέπω το Στάριγγα(
  • ,
  • πλήρης (Α)
  • ,
  • λουλ()
  • ,
  • ανόθευτοσ

3. Precisely accurate or exact

  • "Perfect timing"
    synonym:
  • perfect

3. Ακριβής ή ακριβής

  • "Τέλειος συγχρονισμός"
    συνώνυμο:
  • τέλειος

Examples of using

A perfect day is one spent in the garden.
Μια τέλεια μέρα είναι αυτή που περνάει στον κήπο.
Her body is perfect.
Το σώμα της είναι τέλειο.
His body is perfect.
Το σώμα του είναι τέλειο.