Translation meaning & definition of the word "perceptive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραπλανητική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Perceptive
[Αντιληπτικός]/pərsɛptɪv/
adjective
1. Of or relating to perception
- "Perceptive faculties"
- synonym:
- perceptive
1. Από ή σχετίζονται με την αντίληψη
- "Αντιληπτικές ικανότητες"
- συνώνυμο:
- αντιληπτικόσ
2. Having the ability to perceive or understand
- Keen in discernment
- "A perceptive eye"
- "A perceptive observation"
- synonym:
- perceptive
2. Να έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται ή να κατανοεί
- Πρόθυμος στη διάκριση
- "Ένα αντιληπτικό μάτι"
- "Μια αντιληπτική παρατήρηση"
- συνώνυμο:
- αντιληπτικόσ