Translation meaning & definition of the word "perceptible" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αισθητή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Perceptible
[Αντιληπτόσ]/pərsɛptəbəl/
adjective
1. Capable of being perceived by the mind or senses
- "A perceptible limp"
- "Easily perceptible sounds"
- "Perceptible changes in behavior"
- synonym:
- perceptible
1. Ικανό να γίνει αντιληπτό από το μυαλό ή τις αισθήσεις
- "Ένα αισθητό χωλό"
- "Εύκολα αντιληπτοί ήχοι"
- "Αισθητές αλλαγές στη συμπεριφορά"
- συνώνυμο:
- αισθητόσ
2. Easily perceived by the senses or grasped by the mind
- "A perceptible sense of expectation in the court"
- synonym:
- perceptible
2. Εύκολα αντιλαμβάνεται από τις αισθήσεις ή κατανοείται από το μυαλό
- "Μια αισθητή αίσθηση προσδοκίας στο δικαστήριο"
- συνώνυμο:
- αισθητόσ
3. Easily seen or detected
- "A detectable note of sarcasm"
- "He continued after a perceptible pause"
- synonym:
- detectable ,
- perceptible
3. Εύκολα εμφανίζεται ή ανιχνεύεται
- "Μια ανιχνεύσιμη νότα σαρκασμού"
- "Συνέχισε μετά από μια αισθητή παύση"
- συνώνυμο:
- ανιχνεύσιμη ,
- αισθητόσ