Translation meaning & definition of the word "percept" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντίληψη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Percept
[Αντίληψη]/pərsɛpt/
noun
1. The representation of what is perceived
- Basic component in the formation of a concept
- synonym:
- percept ,
- perception ,
- perceptual experience
1. Η αναπαράσταση του τι γίνεται αντιληπτό
- Βασικό συστατικό στο σχηματισμό μιας έννοιας
- συνώνυμο:
- αντίληψη ,
- αντιληπτική εμπειρία