Translation meaning & definition of the word "percentage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ποσοστό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Percentage
[Ποσοστό]/pərsɛntəʤ/
noun
1. A proportion in relation to a whole (which is usually the amount per hundred)
- synonym:
- percentage ,
- percent ,
- per centum ,
- pct
1. Μια αναλογία σε σχέση με ένα ολόκληρο (που είναι συνήθως το ποσό περιακόσι)
- συνώνυμο:
- ποσοστό ,
- τοις εκατό ,
- πρωκτικό
2. Assets belonging to or due to or contributed by an individual person or group
- "He wanted his share in cash"
- synonym:
- share ,
- portion ,
- part ,
- percentage
2. Περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν ή οφείλονται ή συνεισφέρονται από μεμονωμένο πρόσωπο ή ομάδα
- "Θέλει το μερίδιό του σε μετρητά"
- συνώνυμο:
- μεταδίδω ,
- μερίδα ,
- μέρος ,
- ποσοστό
Examples of using
The high percentage of oxygen allows insects to grow to frightful sizes.
Το υψηλό ποσοστό οξυγόνου επιτρέπει στα έντομα να αναπτυχθούν σε τρομακτικά μεγέθη.
The high percentage of oxygen makes humans feel energized and alive.
Το υψηλό ποσοστό οξυγόνου κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται ενεργοποιημένοι και ζωντανοί.