Translation meaning & definition of the word "perceive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντίληψη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Perceive
[Αντιληπτόσ]/pərsiv/
verb
1. To become aware of through the senses
- "I could perceive the ship coming over the horizon"
- synonym:
- perceive ,
- comprehend
1. Να αποκτήσουν επίγνωση μέσω των αισθήσεων
- "Θα μπορούσα να αντιληφθώ το πλοίο να έρχεται πάνω από τον ορίζοντα"
- συνώνυμο:
- αντιλαμβάνομαι ,
- κατανοώ
2. Become conscious of
- "She finally perceived the futility of her protest"
- synonym:
- perceive
2. Συνειδητοποιώ
- "Τελικά αντιλήφθηκε τη ματαιότητα της διαμαρτυρίας της"
- συνώνυμο:
- αντιλαμβάνομαι
Examples of using
We tend to perceive what we expect to perceive.
Έχουμε την τάση να αντιλαμβανόμαστε αυτό που περιμένουμε να αντιληφθούμε.
I perceive by your face that you have good news.
Αντιλαμβάνομαι από το πρόσωπό σου ότι έχεις καλά νέα.