Translation meaning & definition of the word "pep" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πεπ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pep
[Πεπ]/pɛp/
noun
1. Liveliness and energy
- "This tonic is guaranteed to give you more pep"
- synonym:
- pep ,
- peppiness ,
- ginger
1. Ζωντάνια και ενέργεια
- "Αυτό το τονωτικό είναι εγγυημένο για να σας δώσει περισσότερο πιπέρι"
- συνώνυμο:
- πεπ ,
- πιπεριά ,
- τζίντζερ