Translation meaning & definition of the word "penny" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πένυ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Penny
[Πένι]/pɛni/
noun
1. A fractional monetary unit of ireland and the united kingdom
- Equal to one hundredth of a pound
- synonym:
- penny
1. Μια κλασματική νομισματική μονάδα της ιρλανδίας και του ηνωμένου βασιλείου
- Είναι ίσο με το εκατοστό της λίβρας
- συνώνυμο:
- πέννα
2. A coin worth one-hundredth of the value of the basic unit
- synonym:
- penny ,
- cent ,
- centime
2. Ένα κέρμα αξίας εκατοστού της αξίας της βασικής μονάδας
- συνώνυμο:
- πέννα ,
- εκατοστό
Examples of using
I don't have a penny to my name.
Δεν έχω δεκάρα στο όνομά μου.
Tom put a penny in the slot.
Ο Τομ έβαλε μια δεκάρα στην υποδοχή.
It cost us a pretty penny to fix the car.
Μας κόστισε μια δεκάρα για να φτιάξουμε το αυτοκίνητο.