Translation meaning & definition of the word "pendulum" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκκρεμές" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pendulum
[Εκκρεμών]/pɛnʤələm/
noun
1. An apparatus consisting of an object mounted so that it swings freely under the influence of gravity
- synonym:
- pendulum
1. Μια συσκευή που αποτελείται από ένα αντικείμενο που τοποθετείται έτσι ώστε να ταλαντεύεται ελεύθερα υπό την επίδραση
- συνώνυμο:
- εκκρεμές