Translation meaning & definition of the word "penal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πέναλ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Penal
[Ποινικό]/pinəl/
adjective
1. Of or relating to punishment
- "Penal reform"
- "Penal code"
- synonym:
- penal
1. Από ή σχετικά με την τιμωρία
- "Ποινική μεταρρύθμιση"
- "Ποινικός κώδικας"
- συνώνυμο:
- ποινικός
2. Serving as or designed to impose punishment
- "Penal servitude"
- synonym:
- penal
2. Υπηρετώντας ως ή σχεδιασμένος για να επιβάλει τιμωρία
- "Ποινική δουλεία"
- συνώνυμο:
- ποινικός
3. Subject to punishment by law
- "A penal offense"
- synonym:
- penal ,
- punishable
3. Υπόκειται σε τιμωρία από το νόμο
- "Ποινικό αδίκημα"
- συνώνυμο:
- ποινικός ,
- τιμωρητόσ