Translation meaning & definition of the word "pellagra" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πελλάγρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pellagra
[Πελλάγρα]/pəlægrə/
noun
1. A disease caused by deficiency of niacin or tryptophan (or by a defect in the metabolic conversion of tryptophan to niacin)
- Characterized by gastrointestinal disturbances and erythema and nervous or mental disorders
- May be caused by malnutrition or alcoholism or other nutritional impairments
- synonym:
- pellagra ,
- Alpine scurvy ,
- mal de la rosa ,
- mal rosso ,
- maidism ,
- mayidism ,
- Saint Ignatius' itch
1. Μια ασθένεια που προκαλείται από ανεπάρκεια νιασίνης ή τρυπτοφάνης ( από ελάττωμα στη μεταβολική μετατροπή τρυπτοφάνης σες σες σες
- Χαρακτηρίζεται από γαστρεντερικές διαταραχές και ερύθημα και νευρικές ή ψυχικές διαταραχές
- Μπορεί να προκληθεί από υποσιτισμό ή αλκοολισμό ή άλλες διατροφικές βλάβες
- συνώνυμο:
- πελλάγρα ,
- Αλπικό σκορβούτο ,
- μαλ ντε λα Ρόζα ,
- μαλ Ρόσο ,
- παρθενισμόσ ,
- μαϊντισμό ,
- Η φαγούρα του Αγίου Ιγνατίου