Translation meaning & definition of the word "peg" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πεγκ" στην ελληνική γλώσσα
Peg
[Πεγκ]noun
1. A wooden pin pushed or driven into a surface
- synonym:
- peg ,
- nog
1. Μια ξύλινη καρφίτσα ωθείται ή οδηγείται σε μια επιφάνεια
- συνώνυμο:
- πεγκ ,
- νογκ
2. Small markers inserted into a surface to mark scores or define locations etc.
- synonym:
- peg ,
- pin
2. Μικροί δείκτες που εισάγονται σε μια επιφάνεια για να σηματοδοτήσουν τις βαθμολογίες ή να καθορίσουν τις θέσεις κ.λπ.
- συνώνυμο:
- πεγκ ,
- περνώ
3. Informal terms for the leg
- "Fever left him weak on his sticks"
- synonym:
- pin ,
- peg ,
- stick
3. Ανεπίσημοι όροι για το πόδι
- "Ο πυρετός τον άφησε αδύναμο στα ραβδιά του"
- συνώνυμο:
- περνώ ,
- πεγκ ,
- κολλώ
4. A prosthesis that replaces a missing leg
- synonym:
- peg ,
- wooden leg ,
- leg ,
- pegleg
4. Μια πρόθεση που αντικαθιστά ένα πόδι που λείπει
- συνώνυμο:
- πεγκ ,
- ξύλινο πόδι ,
- πόδι ,
- πέγκλεισ
5. Regulator that can be turned to regulate the pitch of the strings of a stringed instrument
- synonym:
- peg
5. Ρυθμιστής που μπορεί να στραφεί για να ρυθμίσει το βήμα των χορδών ενός έγχορδα όργανο
- συνώνυμο:
- πεγκ
6. A holder attached to the gunwale of a boat that holds the oar in place and acts as a fulcrum for rowing
- synonym:
- peg ,
- pin ,
- thole ,
- tholepin ,
- rowlock ,
- oarlock
6. Ένας κάτοχος που συνδέεται με το πυροβολισμό ενός σκάφους που κρατά το κουπί στη θέση του και λειτουργεί ως υπομόχλιο για κωπηλασία
- συνώνυμο:
- πεγκ ,
- περνώ ,
- θόλος ,
- θολέπι ,
- λουκέτο ,
- αλογόμαξ
verb
1. Succeed in obtaining a position
- "He nailed down a spot at harvard"
- synonym:
- nail down ,
- nail ,
- peg
1. Καταφέρνει να αποκτήσει θέση
- "Κατέβασε μια θέση στο χάρβαρντ"
- συνώνυμο:
- καρφώνω ,
- καρφί ,
- πεγκ
2. Pierce with a wooden pin or knock or thrust a wooden pin into
- synonym:
- peg
2. Τρύπα με μια ξύλινη καρφίτσα ή να χτυπήσει ή να ωθήσει μια ξύλινη καρφίτσα μέσα
- συνώνυμο:
- πεγκ
3. Fasten or secure with a wooden pin
- "Peg a tent"
- synonym:
- peg ,
- peg down
3. Στερεώστε ή ασφαλίστε με μια ξύλινη καρφίτσα
- "Πάρε μια σκηνή"
- συνώνυμο:
- πεγκ ,
- πετάω κάτω
4. Stabilize (the price of a commodity or an exchange rate) by legislation or market operations
- "The weak currency was pegged to the us dollar"
- synonym:
- peg
4. Σταθεροποίηση (η τιμή ενός εμπορεύματος ή μιας συναλλαγματικής ισοτιμίας) από τη νομοθεσία ή τις πράξεις της αγοράς
- "Το αδύναμο νόμισμα συνδέθηκε με το δολάριο ηπα"
- συνώνυμο:
- πεγκ