Translation meaning & definition of the word "peeved" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "καίγεται" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Peeved
[Καταβροχθίζω]/pivd/
adjective
1. Aroused to impatience or anger
- "Made an irritated gesture"
- "Feeling nettled from the constant teasing"
- "Peeved about being left out"
- "Felt really pissed at her snootiness"
- "Riled no end by his lies"
- "Roiled by the delay"
- synonym:
- annoyed ,
- irritated ,
- miffed ,
- nettled ,
- peeved ,
- pissed ,
- pissed off ,
- riled ,
- roiled ,
- steamed ,
- stung
1. Προκαλεί ανυπομονησία ή θυμό
- "Κάναμε μια ερεθισμένη χειρονομία"
- "Αισθάνεστε συνδεδεμένοι από το συνεχές πειράγμα"
- "Αγαπάτε να μείνετε έξω"
- "Ένιωσα πραγματικά τσαντισμένη με την αρπαγή της"
- "Δεν τελείωσε με τα ψέματά του"
- "Κατακλυσμένος από την καθυστέρηση"
- συνώνυμο:
- ενοχλημένος ,
- ερεθισμένος ,
- αναπηδώ ,
- συμψηφίζω ,
- περιποιημένοσ ,
- τσιρίζω ,
- τσαντισμένος ,
- περιπλανήθηκε ,
- βρυχηγμένο ,
- ατμού ,
- τσιμπώ