Translation meaning & definition of the word "peep" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καρφίτσα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Peep
[Κατούρημα]/pip/
noun
1. The short weak cry of a young bird
- synonym:
- cheep ,
- peep
1. Η μικρή αδύναμη κραυγή ενός νεαρού πουλιού
- συνώνυμο:
- τσιπ ,
- πιπίλα
2. A secret look
- synonym:
- peek ,
- peep
2. Μια μυστική εμφάνιση
- συνώνυμο:
- κρυφοκοιτάζω ,
- πιπίλα
verb
1. Look furtively
- "He peeped at the woman through the window"
- synonym:
- peep
1. Κοιτάξτε πολύ
- "Κοίταξε τη γυναίκα από το παράθυρο"
- συνώνυμο:
- πιπίλα
2. Cause to appear
- "He peeped his head through the window"
- synonym:
- peep
2. Αιτία εμφάνισης
- "Κοίταξε το κεφάλι του μέσα από το παράθυρο"
- συνώνυμο:
- πιπίλα
3. Make high-pitched sounds
- "The birds were chirping in the bushes"
- synonym:
- peep ,
- cheep ,
- chirp ,
- chirrup
3. Κάντε υψηλούς ήχους
- "Τα πουλιά φωνάζουν στους θάμνους"
- συνώνυμο:
- πιπίλα ,
- τσιπ ,
- τσιρλ ,
- τσιρόπι
4. Speak in a hesitant and high-pitched tone of voice
- synonym:
- peep
4. Μιλήστε με διστακτικό και υψηλό τόνο φωνής
- συνώνυμο:
- πιπίλα
5. Appear as though from hiding
- "The new moon peeped through the tree tops"
- synonym:
- peep
5. Φαίνεται σαν να κρύβεται
- "Το νέο φεγγάρι κρυφοκοιτάζει μέσα από τις κορυφές των δέντρων"
- συνώνυμο:
- πιπίλα
Examples of using
I don't want to hear another peep out of you!
Δεν θέλω να ακούσω άλλη μια ματιά έξω από σας!