Translation meaning & definition of the word "peeler" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποφλοίωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Peeler
[Ξεφλουδίζων]/pilər/
noun
1. A performer who provides erotic entertainment by undressing to music
- synonym:
- stripper ,
- striptease artist ,
- striptease ,
- stripteaser ,
- exotic dancer ,
- ecdysiast ,
- peeler
1. Ένας ερμηνευτής που παρέχει ερωτική ψυχαγωγία γδύνοντας τη μουσική
- συνώνυμο:
- στριπτιζέζ ,
- καλλιτέχνης στριπτίζ ,
- στριπτίζ ,
- στριπτίζερ ,
- εξωτικός χορευτής ,
- εκδυσωρεία ,
- αποφλοιωτήσ
2. A worker who peels the skins from fruits and vegetables
- synonym:
- peeler
2. Ένας εργάτης που ξεφλουδίζει τα δέρματα από φρούτα και λαχανικά
- συνώνυμο:
- αποφλοιωτήσ
3. A device for peeling vegetables or fruits
- "She invented a potato peeler"
- synonym:
- peeler
3. Μια συσκευή για το ξεφλούδισμα λαχανικών ή φρούτων
- "Εφηύρε έναν αποφλοιωτή πατάτας"
- συνώνυμο:
- αποφλοιωτήσ