Translation meaning & definition of the word "peek" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "κρυφοκοιτάζω" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Peek
[Κρυφοκοιτάζω]/pik/
noun
1. A secret look
- synonym:
- peek ,
- peep
1. Μια μυστική ματιά
- συνώνυμο:
- κρυφοκοιτάζω
verb
1. Throw a glance at
- Take a brief look at
- "She only glanced at the paper"
- "I only peeked--i didn't see anything interesting"
- synonym:
- glance ,
- peek ,
- glint
1. Ρίξε μια ματιά στο
- Ρίξτε μια σύντομη ματιά στο
- "Έριξε μόνο μια ματιά στην εφημερίδα"
- "Κρυφοκοίταξα μόνο--δεν είδα τίποτα ενδιαφέρον"
- συνώνυμο:
- ματιά ,
- κρυφοκοιτάζω ,
- λάμψη
Examples of using
Let's peek inside.
Ας κρυφοκοιτάξουμε μέσα.
Let's peek inside.
Ας κρυφοκοιτάξουμε μέσα.