Translation meaning & definition of the word "peddler" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παιδί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Peddler
[Πέτρα]/pɛdlər/
noun
1. Someone who travels about selling his wares (as on the streets or at carnivals)
- synonym:
- peddler ,
- pedlar ,
- packman ,
- hawker ,
- pitchman
1. Κάποιος που ταξιδεύει για την πώληση των εμπορευμάτων του (ας στους δρόμους ή στα καρναβάλια)
- συνώνυμο:
- παιδαγωγός ,
- πετρελαιοφόροσ ,
- πακετμανήσ ,
- μαζεύων ,
- βήμα
2. An unlicensed dealer in illegal drugs
- synonym:
- pusher ,
- drug peddler ,
- peddler ,
- drug dealer ,
- drug trafficker
2. Ένας μη αδειοδοτημένος έμπορος παράνομων ναρκωτικών
- συνώνυμο:
- πούσερ ,
- πεταλούδα ναρκωτικών ,
- παιδαγωγός ,
- έμπορος ναρκωτικών ,
- διακινητής ναρκωτικών