Translation meaning & definition of the word "peddle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρακαμπτήριο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Peddle
[Πετάω]/pɛdəl/
verb
1. Sell or offer for sale from place to place
- synonym:
- peddle ,
- monger ,
- huckster ,
- hawk ,
- vend ,
- pitch
1. Πώληση ή προσφορά προς πώληση από τόπο σε τόπο
- συνώνυμο:
- πετάω ,
- μάγκερ ,
- παπαγάλοσ ,
- γεράκι ,
- προμηθευτής ,
- πίσσα