Translation meaning & definition of the word "pectoral" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "θωρακικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pectoral
[Θωρακικό]/pɛktərəl/
noun
1. Either of two large muscles of the chest
- synonym:
- pectoral ,
- pectoral muscle ,
- pectoralis ,
- musculus pectoralis ,
- pecs
1. Ένας από τους δύο μεγάλους μύες του θώρακα
- συνώνυμο:
- θωρακικός ,
- θωρακικός μυς ,
- θωρακικό ,
- μυς θωρακικός ,
- pecs
2. An adornment worn on the chest or breast
- synonym:
- pectoral ,
- pectoral medallion
2. Ένα στολίδι που φοριέται στο στήθος ή στο στήθος
- συνώνυμο:
- θωρακικός ,
- θωρακικό μετάλλιο
adjective
1. Of or relating to the chest or thorax
- "Pectoral organ"
- synonym:
- pectoral ,
- thoracic
1. Του ή που σχετίζονται με το στήθος ή το θώρακα
- "Θωρακικό όργανο"
- συνώνυμο:
- θωρακικός ,
- θωρακικό