Translation meaning & definition of the word "peck" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλειδί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Peck
[Πεκ]/pɛk/
noun
1. (often followed by `of') a large number or amount or extent
- "A batch of letters"
- "A deal of trouble"
- "A lot of money"
- "He made a mint on the stock market"
- "See the rest of the winners in our huge passel of photos"
- "It must have cost plenty"
- "A slew of journalists"
- "A wad of money"
- synonym:
- batch ,
- deal ,
- flock ,
- good deal ,
- great deal ,
- hatful ,
- heap ,
- lot ,
- mass ,
- mess ,
- mickle ,
- mint ,
- mountain ,
- muckle ,
- passel ,
- peck ,
- pile ,
- plenty ,
- pot ,
- quite a little ,
- raft ,
- sight ,
- slew ,
- spate ,
- stack ,
- tidy sum ,
- wad
1. (συχνά ακολουθείται από ``του ') ένας μεγάλος αριθμός ή ποσό ή έκταση
- "Μια παρτίδα γραμμάτων"
- "Μια συγκυρία"
- "Πολλά χρήματα"
- "Έφτιαξε μια μέντα στο χρηματιστήριο"
- "Δείτε τους υπόλοιπους νικητές στο τεράστιο πάσσαλ φωτογραφιών μας"
- "Πρέπει να κοστίζει πολύ"
- "Πλήθος δημοσιογράφων"
- "Ένα ποσό χρημάτων"
- συνώνυμο:
- παρτίδα ,
- συμφωνία ,
- κοπάδι ,
- καλή συμφωνία ,
- πολύ ,
- ευχάριστοσ ,
- σωρός ,
- μάζα ,
- χάος ,
- ανακατώνω ,
- μέντα ,
- βουνό ,
- λασπώνω ,
- πάσσελ ,
- πεκ ,
- πολλά ,
- δοχείο ,
- αρκετά λίγο ,
- σχεδία ,
- θέαμα ,
- λεπτόσ ,
- επικάλυψη ,
- στοίβα ,
- τακτοποιημένο άθροισμα ,
- βατ
2. A british imperial capacity measure (liquid or dry) equal to 2 gallons
- synonym:
- peck
2. Ένα βρετανικό αυτοκρατορικό μέτρο ικανότητας (υλικό ή ξη) ίσο με 2 γαλόνια
- συνώνυμο:
- πεκ
3. A united states dry measure equal to 8 quarts or 537.605 cubic inches
- synonym:
- peck
3. Ένα ξηρό μέτρο των ηνωμένων πολιτειών ίσο με 8 λίτρα ή 537,605 κυβικά ίντσες
- συνώνυμο:
- πεκ
verb
1. Hit lightly with a picking motion
- synonym:
- peck ,
- pick ,
- beak
1. Χτυπήστε ελαφρά με μια κίνηση επιλογής
- συνώνυμο:
- πεκ ,
- επιλέγω ,
- ράμφοσ
2. Eat by pecking at, like a bird
- synonym:
- peck ,
- pick up
2. Φάτε με το να τσιμπήσετε, σαν ένα πουλί
- συνώνυμο:
- πεκ ,
- παραλαμβάνω
3. Kiss lightly
- synonym:
- smack ,
- peck
3. Φιλήστε ελαφρά
- συνώνυμο:
- αποστραγγίζω ,
- πεκ
4. Eat like a bird
- "The anorexic girl just picks at her food"
- synonym:
- pick at ,
- peck at ,
- peck
4. Τρώτε σαν πουλί
- "Το ανορεξικό κορίτσι απλά επιλέγει το φαγητό της"
- συνώνυμο:
- επιλέγω ,
- πεκ
5. Bother persistently with trivial complaints
- "She nags her husband all day long"
- synonym:
- nag ,
- peck ,
- hen-peck
5. Ενοχληθείτε επίμονα με ασήμαντα παράπονα
- "Καθησυχάζει τον άντρα της όλη την ημέρα"
- συνώνυμο:
- ναγκ ,
- πεκ ,
- πετιμέζι
Examples of using
Tom gave Mary a peck on the cheek.
Ο Τομ έδωσε στη Μαίρη μια ματιά στο μάγουλο.
She gave me a peck on the cheek.
Μου έδωσε ένα ραβδί στο μάγουλο.
One crow doesn't peck another's eye.
Ένα κοράκι δεν καρφώνει το μάτι ενός άλλου.