Translation meaning & definition of the word "pebble" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "βότσαλο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pebble
[Βότσαλο]/pɛbəl/
noun
1. A small smooth rounded rock
- synonym:
- pebble
1. Ένας μικρός ομαλός στρογγυλεμένος βράχος
- συνώνυμο:
- βότσαλο