Translation meaning & definition of the word "peat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρύπα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Peat
[Τύρφη]/pit/
noun
1. Partially carbonized vegetable matter saturated with water
- Can be used as a fuel when dried
- synonym:
- peat
1. Μερικώς ανθρακούχο φυτική ύλη κορεσμένη με νερό
- Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμο όταν στεγνώσει
- συνώνυμο:
- τύρφη