Translation meaning & definition of the word "peasant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγρότης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Peasant
[Αγροτικός]/pɛzənt/
noun
1. A country person
- synonym:
- peasant ,
- provincial ,
- bucolic
1. Ένα άτομο χώρας
- συνώνυμο:
- χωρικός ,
- επαρχιακός ,
- βουκολικό
2. One of a (chiefly european) class of agricultural laborers
- synonym:
- peasant
2. Μια από μια αρχαία ευρωπαϊκή ( κατηγορία γεωργικών εργατών
- συνώνυμο:
- χωρικός
3. A crude uncouth ill-bred person lacking culture or refinement
- synonym:
- peasant ,
- barbarian ,
- boor ,
- churl ,
- Goth ,
- tyke ,
- tike
3. Ένα ακατέργαστο άτομο που δεν έχει κουλτούρα ή φινέτσα
- συνώνυμο:
- χωρικός ,
- βάρβαροι ,
- ανάπτυξη ,
- τσουρλ ,
- Γότθ ,
- τυρ ,
- τίκε
Examples of using
If the thunder isn't roaring, the peasant won't cross himself.
Αν η βροντή δεν βρυχάται, ο αγρότης δεν θα περάσει τον εαυτό του.
The peasant reaps the harvest.
Ο αγρότης θερίζει τη συγκομιδή.
I am nothing but a poor peasant.
Δεν είμαι παρά ένας φτωχός χωρικός.