Translation meaning & definition of the word "pear" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αργά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pear
[Αχλάδι]/pɛr/
noun
1. Sweet juicy gritty-textured fruit available in many varieties
- synonym:
- pear
1. Γλυκά ζουμερά φρούτα με υφή διαθέσιμα σε πολλές ποικιλίες
- συνώνυμο:
- αχλάδι
2. Old world tree having sweet gritty-textured juicy fruit
- Widely cultivated in many varieties
- synonym:
- pear ,
- pear tree ,
- Pyrus communis
2. Δέντρο του παλαιού κόσμου με γλυκά ζουμερά φρούτα
- Ευρέως καλλιεργημένο σε πολλές ποικιλίες
- συνώνυμο:
- αχλάδι ,
- αχλαδιού ,
- Πυροσυσσωμάτων
Examples of using
Do you prefer the apple or the pear?
Προτιμάτε το μήλο ή το αχλάδι?
This is the best tasting pear I've ever eaten.
Αυτό είναι το καλύτερο αχλάδι γεύσης που έχω φάει ποτέ.