Translation meaning & definition of the word "peal" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "καρφίτσα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Peal
[Peal]/pil/
noun
1. A deep prolonged sound (as of thunder or large bells)
- synonym:
- peal ,
- pealing ,
- roll ,
- rolling
1. Ένας βαθύς παρατεταμένος ήχος (από βροντές ή μεγάλες καμπάνες)
- συνώνυμο:
- πιλιαρίζω ,
- πελέκι ,
- ρόλος ,
- κυλιόμενος
verb
1. Ring recurrently
- "Bells were pealing"
- synonym:
- peal
1. Δακτυλίου επαναλαμβανόμενα
- "Καμπάνες ξεφλούδιζαν"
- συνώνυμο:
- πιλιαρίζω
2. Sound loudly and sonorously
- "The bells rang"
- synonym:
- ring ,
- peal
2. Ακουστεί δυνατά και ηχητικά
- "Χτύπησαν οι καμπάνες"
- συνώνυμο:
- δαχτυλίδι ,
- πιλιαρίζω