Translation meaning & definition of the word "peacock" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παγώνι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Peacock
[Παγώνι]/pikɑk/
noun
1. European butterfly having reddish-brown wings each marked with a purple eyespot
- synonym:
- peacock ,
- peacock butterfly ,
- Inachis io
1. Ευρωπαϊκή πεταλούδα που έχει κοκκινωπά-καφέ φτερά, η κάθε μια σημειώνεται με μια μωβ γλάστρα
- συνώνυμο:
- παγώνι ,
- πεταλούδα παγώνι ,
- Ινάχης
2. Male peafowl
- Having a crested head and very large fanlike tail marked with iridescent eyes or spots
- synonym:
- peacock
2. Αρσενικό παγώνι
- Έχοντας ένα κεφάλι κορυφής και μια πολύ μεγάλη ανεμιστήρα ουρά με ιριδίζοντα μάτια ή κηλίδες
- συνώνυμο:
- παγώνι