Translation meaning & definition of the word "peachy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παχυσαρκία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Peachy
[Ροδάκινο]/piʧi/
adjective
1. Very good
- "He did a bully job"
- "A neat sports car"
- "Had a great time at the party"
- "You look simply smashing"
- synonym:
- bang-up ,
- bully ,
- corking ,
- cracking ,
- dandy ,
- great ,
- groovy ,
- keen ,
- neat ,
- nifty ,
- not bad(p) ,
- peachy ,
- slap-up ,
- swell ,
- smashing
1. Πολύ καλό
- "Έπραξε μια δουλειά εκφοβισμού"
- "Ένα τακτοποιημένο σπορ αυτοκίνητο"
- "Πέρασα υπέροχα στο πάρτι"
- "Φαίνεσαι απλά να σπάει"
- συνώνυμο:
- παραπαίω ,
- φοβερίζω ,
- περιφράσσω ,
- ρωγμή ,
- πικραλίδα ,
- μεγάλη ,
- βουβώδησ ,
- ενθουσιώδης ,
- τακτοποιημένος ,
- ασήμαντοσ ,
- όχι κακό( ,
- ροδακινί ,
- αναταραχή ,
- πρήζονται ,
- συντρίβω
2. Of something resembling a peach in color
- synonym:
- peachy ,
- peachy-colored ,
- peachy-coloured
2. Κάτι που μοιάζει με ροδάκινο σε χρώμα
- συνώνυμο:
- ροδακινί ,
- ροδακινί χρώμα