Translation meaning & definition of the word "peacetime" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ειρήνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Peacetime
[Ειρηνευτικός χρόνος]/pistaɪm/
noun
1. A period of time during which there is no war
- synonym:
- peacetime
1. Χρονικό διάστημα κατά το οποίο δεν υπάρχει πόλεμος
- συνώνυμο:
- ειρήνη
Examples of using
In peacetime, we worked five days a week.
Σε καιρό ειρήνης, εργαζόμασταν πέντε ημέρες την εβδομάδα.