Translation meaning & definition of the word "peace" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ειρήνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Peace
[Ειρήνη]/pis/
noun
1. The state prevailing during the absence of war
- synonym:
- peace
1. Το κράτος που επικρατεί κατά την απουσία πολέμου
- συνώνυμο:
- ειρήνη
2. Harmonious relations
- Freedom from disputes
- "The roommates lived in peace together"
- synonym:
- peace
2. Αρμονικές σχέσεις
- Ελευθερία από διαφορές
- "Οι συγκάτοικοι ζούσαν ειρηνικά μαζί"
- συνώνυμο:
- ειρήνη
3. The absence of mental stress or anxiety
- synonym:
- peace ,
- peacefulness ,
- peace of mind ,
- repose ,
- serenity ,
- heartsease ,
- ataraxis
3. Η απουσία ψυχικού στρες ή άγχους
- συνώνυμο:
- ειρήνη ,
- ειρηνικότητα ,
- ηρεμία ,
- αναπαύω ,
- γαλήνη ,
- αναβλάστηση ,
- αταραξία
4. The general security of public places
- "He was arrested for disturbing the peace"
- synonym:
- peace ,
- public security
4. Η γενική ασφάλεια των δημόσιων χώρων
- "Συνελήφθη για την ενόχληση της ειρήνης"
- συνώνυμο:
- ειρήνη ,
- δημόσια ασφάλεια
5. A treaty to cease hostilities
- "Peace came on november 11th"
- synonym:
- peace ,
- peace treaty ,
- pacification
5. Συνθήκη για την παύση των εχθροπραξιών
- "Η ειρήνη ήρθε στις 11 νοεμβρίου"
- συνώνυμο:
- ειρήνη ,
- συνθήκη ειρήνης ,
- ειρήνευση
Examples of using
Everlasting fear, everlasting peace.
Αιώνιος φόβος, αιώνια ειρήνη.
Terrorism is one of the biggest enemies of world peace.
Η τρομοκρατία είναι ένας από τους μεγαλύτερους εχθρούς της παγκόσμιας ειρήνης.
We come in peace.
Ερχόμαστε ειρηνικά.