Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "payroll" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ρόλος" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Payroll

[Μισθοδοσία]
/peroʊl/

noun

1. A list of employees and their salaries

  • "The company had a long payroll"
    synonym:
  • payroll
  • ,
  • paysheet

1. Κατάλογος των εργαζομένων και των μισθών τους

  • "Η εταιρεία είχε μακρά μισθοδοσία"
    συνώνυμο:
  • μισθοδοσία
  • ,
  • φύλλο πληρωμών

2. The total amount of money paid in wages

  • "The company had a large payroll"
    synonym:
  • payroll
  • ,
  • paysheet

2. Το συνολικό ποσό των χρημάτων που καταβάλλονται στους μισθούς

  • "Η εταιρεία είχε μεγάλη μισθοδοσία"
    συνώνυμο:
  • μισθοδοσία
  • ,
  • φύλλο πληρωμών

3. The department that determines the amounts of wage or salary due to each employee

    synonym:
  • payroll
  • ,
  • payroll department

3. Το τμήμα που καθορίζει τα ποσά του μισθού ή του μισθού που οφείλεται σε κάθε εργαζόμενο

    συνώνυμο:
  • μισθοδοσία
  • ,
  • τμήμα μισθοδοσίας