Translation meaning & definition of the word "payday" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πληρωμή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Payday
[Πληρωμή]/pede/
noun
1. The day on which you receive pay for your work
- synonym:
- payday
1. Η ημέρα κατά την οποία λαμβάνετε την αμοιβή για την εργασία σας
- συνώνυμο:
- πληρωμή