Translation meaning & definition of the word "payable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πληρωτέο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Payable
[Πληρωτέα]/peəbəl/
noun
1. A liability account showing how much is owed for goods and services purchased on credit
- "The problem was to match receivables and payables in the same currency"
- synonym:
- account payable ,
- payable
1. Ένας λογαριασμός ευθύνης που δείχνει πόσα οφείλονται για τα αγαθά και τις υπηρεσίες που αγοράζονται με πίστωση
- "Το πρόβλημα ήταν να ταιριάζει με τις απαιτήσεις και τις πληρωμές στο ίδιο νόμισμα"
- συνώνυμο:
- πληρωτέος λογαριασμός ,
- πληρωτέα
adjective
1. Subject to or requiring payment especially as specified
- "A collectible bill"
- "A note payable on demand"
- "A check payable to john doe"
- synonym:
- collectible ,
- collectable ,
- payable
1. Υπόκεινται σε ή απαιτούν πληρωμή, ιδίως όπως ορίζεται
- "Συλλεκτικός λογαριασμός"
- "Πληρωτέα σημείωση κατόπιν αιτήματος"
- "Έλεγχος πληρωτέος στον τζον ντου"
- συνώνυμο:
- συλλεκτικόσ ,
- συλλεκτόσ ,
- πληρωτέα