Translation meaning & definition of the word "pawn" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "γενναίος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pawn
[Πιόνι]/pɔn/
noun
1. An article deposited as security
- synonym:
- pawn
1. Ένα άρθρο που κατατίθεται ως ασφάλεια
- συνώνυμο:
- πιόνι
2. A person used by another to gain an end
- synonym:
- instrument ,
- pawn ,
- cat's-paw
2. Ένα άτομο που χρησιμοποιείται από ένα άλλο για να κερδίσει ένα τέλος
- συνώνυμο:
- όργανο ,
- πιόνι ,
- πόδι της γάτας
3. (chess) the least powerful piece
- Moves only forward and captures only to the side
- It can be promoted to a more powerful piece if it reaches the 8th rank
- synonym:
- pawn
3. (σ)το λιγότερο ισχυρό κομμάτι
- Κινείται μόνο προς τα εμπρός και συλλαμβάνει μόνο στο πλάι
- Μπορεί να προωθηθεί σε ένα πιο ισχυρό κομμάτι αν φτάσει στην 8η τάξη
- συνώνυμο:
- πιόνι
4. Borrowing and leaving an article as security for repayment of the loan
- synonym:
- pawn
4. Δανεισμός και έξοδος από ένα άρθρο ως εγγύηση για την αποπληρωμή του δανείου
- συνώνυμο:
- πιόνι
verb
1. Leave as a guarantee in return for money
- "Pawn your grandfather's gold watch"
- synonym:
- pawn ,
- soak ,
- hock
1. Αφήστε το ως εγγύηση σε αντάλλαγμα για τα χρήματα
- "Φτιάξε το χρυσό ρολόι του παππού σου"
- συνώνυμο:
- πιόνι ,
- μουσκεύω ,
- αποτυχία