Translation meaning & definition of the word "paving" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "πλακόστρωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Paving
[Πλακόστρωτο]/pevɪŋ/
noun
1. Material used to pave an area
- synonym:
- paving ,
- pavement ,
- paving material
1. Υλικό που χρησιμοποιείται για την επίστρωση μιας περιοχής
- συνώνυμο:
- πλακόστρωτο ,
- πεζοδρόμιο ,
- υλικό οδοστρωσίας
2. The paved surface of a thoroughfare
- synonym:
- pavement ,
- paving
2. Η πλακόστρωτη επιφάνεια μιας οδού
- συνώνυμο:
- πεζοδρόμιο ,
- πλακόστρωτο
3. The act of applying paving materials to an area
- synonym:
- paving ,
- pavage
3. Η πράξη της εφαρμογής υλικών οδοστρώματος σε μια περιοχή
- συνώνυμο:
- πλακόστρωτο