Translation meaning & definition of the word "pavement" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περιθώριο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pavement
[Περιστροφή]/pevmənt/
noun
1. The paved surface of a thoroughfare
- synonym:
- pavement ,
- paving
1. Η πλακόστρωτη επιφάνεια ενός καθαρού ναού
- συνώνυμο:
- πεζοδρόμιο ,
- πεζοδρομίου
2. Material used to pave an area
- synonym:
- paving ,
- pavement ,
- paving material
2. Υλικό που χρησιμοποιείται για τον περιορισμό μιας περιοχής
- συνώνυμο:
- πεζοδρομίου ,
- πεζοδρόμιο ,
- υλικό επικάλυψης
3. Walk consisting of a paved area for pedestrians
- Usually beside a street or roadway
- synonym:
- sidewalk ,
- pavement
3. Περίπατος που αποτελείται από πλακόστρωτο για πεζούς
- Συνήθως δίπλα σε δρόμο ή δρόμο
- συνώνυμο:
- πεζοδρόμιο
Examples of using
Walk on the pavement.
Περπατήστε στο πεζοδρόμιο.
One shouldn't ride a bicycle on the pavement.
Δεν πρέπει να οδηγείτε ποδήλατο στο πεζοδρόμιο.
They cleared the pavement of snow.
Καθάρισαν το πεζοδρόμιο του χιονιού.