Translation meaning & definition of the word "pattern" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μοτίβο" στην ελληνική γλώσσα
Pattern
[Μοτίβο]noun
1. A perceptual structure
- "The composition presents problems for students of musical form"
- "A visual pattern must include not only objects but the spaces between them"
- synonym:
- form ,
- shape ,
- pattern
1. Μια αντιληπτική δομή
- "Η σύνθεση παρουσιάζει προβλήματα για μαθητές μουσικής μορφής"
- "Ένα οπτικό μοτίβο πρέπει να περιλαμβάνει όχι μόνο αντικείμενα αλλά και χώρους μεταξύ τους"
- συνώνυμο:
- φόρμα ,
- σχήμα ,
- μοτίβο
2. A customary way of operation or behavior
- "It is their practice to give annual raises"
- "They changed their dietary pattern"
- synonym:
- practice ,
- pattern
2. Ένας συνήθης τρόπος λειτουργίας ή συμπεριφοράς
- "Είναι η πρακτική τους να δίνουν ετήσιες αυξήσεις"
- "Άλλαξαν το διατροφικό τους μοτίβο"
- συνώνυμο:
- πρακτική ,
- μοτίβο
3. A decorative or artistic work
- "The coach had a design on the doors"
- synonym:
- design ,
- pattern ,
- figure
3. Ένα διακοσμητικό ή καλλιτεχνικό έργο
- "Ο προπονητής είχε ένα σχέδιο στις πόρτες"
- συνώνυμο:
- σχεδιασμός ,
- μοτίβο ,
- σχήμα
4. Something regarded as a normative example
- "The convention of not naming the main character"
- "Violence is the rule not the exception"
- "His formula for impressing visitors"
- synonym:
- convention ,
- normal ,
- pattern ,
- rule ,
- formula
4. Κάτι που θεωρείται κανονιστικό παράδειγμα
- "Η σύμβαση του να μην ονομάσετε τον κύριο χαρακτήρα"
- "Η βία είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση"
- "Η συνταγή του για να εντυπωσιάσει τους επισκέπτες"
- συνώνυμο:
- σύμβαση ,
- κανονικός ,
- μοτίβο ,
- κανόνας ,
- τύπος
5. A model considered worthy of imitation
- "The american constitution has provided a pattern for many republics"
- synonym:
- pattern
5. Ένα μοντέλο που θεωρείται άξιο μίμησης
- "Το αμερικανικό σύνταγμα έχει παράσχει ένα μοτίβο για πολλές δημοκρατίες"
- συνώνυμο:
- μοτίβο
6. Something intended as a guide for making something else
- "A blueprint for a house"
- "A pattern for a skirt"
- synonym:
- blueprint ,
- design ,
- pattern
6. Κάτι που προορίζεται ως οδηγός για να κάνει κάτι άλλο
- "Ένα σχέδιο για ένα σπίτι"
- "Ένα μοτίβο για μια φούστα"
- συνώνυμο:
- σχεδιάγραμμα ,
- σχεδιασμός ,
- μοτίβο
7. The path that is prescribed for an airplane that is preparing to land at an airport
- "The traffic patterns around o'hare are very crowded"
- "They stayed in the pattern until the fog lifted"
- synonym:
- traffic pattern ,
- approach pattern ,
- pattern
7. Το μονοπάτι που προβλέπεται για ένα αεροπλάνο που ετοιμάζεται να προσγειωθεί σε ένα αεροδρόμιο
- "Τα μοτίβα κυκλοφορίας γύρω από το ο'χαρε είναι πολύ γεμάτα"
- "Παρέμειναν στο μοτίβο μέχρι να ανυψωθεί η ομίχλη"
- συνώνυμο:
- πρότυπο κυκλοφορίας ,
- πρότυπο προσέγγισης ,
- μοτίβο
8. Graphical representation (in polar or cartesian coordinates) of the spatial distribution of radiation from an antenna as a function of angle
- synonym:
- radiation pattern ,
- radiation diagram ,
- pattern
8. Γραφική αναπαράσταση ( σε πολικές ή καρτεσιανές συντεταγμένες) της χωρικής κατανομής της ακτινοβολίας από μια κεραία ως συνάρτηση
- συνώνυμο:
- πρότυπο ακτινοβολίας ,
- διάγραμμα ακτινοβολίας ,
- μοτίβο
verb
1. Plan or create according to a model or models
- synonym:
- model ,
- pattern
1. Σχεδιάστε ή δημιουργήστε σύμφωνα με ένα μοντέλο ή μοντέλα
- συνώνυμο:
- μοντέλο ,
- μοτίβο
2. Form a pattern
- "These sentences pattern like the ones we studied before"
- synonym:
- pattern
2. Σχηματίζω ένα μοτίβο
- "Αυτές οι προτάσεις μοτίβο όπως αυτές που μελετήσαμε πριν"
- συνώνυμο:
- μοτίβο