Translation meaning & definition of the word "patron" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πάτρον" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Patron
[Πάτρον]/petrən/
noun
1. A regular customer
- synonym:
- patron ,
- frequenter
1. Ένας τακτικός πελάτης
- συνώνυμο:
- προστάτης ,
- συχνότερη
2. The proprietor of an inn
- synonym:
- patron
2. Ο ιδιοκτήτης ενός πανδοχείου
- συνώνυμο:
- προστάτης
3. Someone who supports or champions something
- synonym:
- patron ,
- sponsor ,
- supporter
3. Κάποιος που υποστηρίζει ή προασπίζει κάτι
- συνώνυμο:
- προστάτης ,
- χορηγός ,
- υποστηρικτής