Translation meaning & definition of the word "patrimony" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πατρίδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Patrimony
[Κληρονομιά]/pætrəmoʊni/
noun
1. A church endowment
- synonym:
- patrimony
1. Μια εκκλησία προικοδότηση
- συνώνυμο:
- κληρονομιά
2. An inheritance coming by right of birth (especially by primogeniture)
- synonym:
- birthright ,
- patrimony
2. Μια κληρονομιά που προέρχεται από το δικαίωμα γέννησης (ειδικά από το πρωτογενέθλιο
- συνώνυμο:
- γεννητικό δικαίωμα ,
- κληρονομιά