Translation meaning & definition of the word "patriarchal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πατριαρχική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Patriarchal
[Πατριαρχικός]/petriɑrkəl/
adjective
1. Characteristic of a form of social organization in which the male is the family head and title is traced through the male line
- synonym:
- patriarchal
1. Χαρακτηριστικό μιας μορφής κοινωνικής οργάνωσης στην οποία το αρσενικό είναι το οικογενειακό κεφάλι και ο τίτλος εντοπίζεται μέσω της αρσενικής γραμμής
- συνώνυμο:
- πατριαρχικός
2. Relating to or characteristic of a man who is older or higher in rank
- synonym:
- patriarchal
2. Σχετικά με ή χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου που είναι παλαιότερος ή υψηλότερος σε κατάταξη
- συνώνυμο:
- πατριαρχικός