Translation meaning & definition of the word "patio" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πάτιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Patio
[Πάτιο]/pætioʊ/
noun
1. Usually paved outdoor area adjoining a residence
- synonym:
- patio ,
- terrace
1. Συνήθως πλακόστρωτος εξωτερικός χώρος που βρίσκεται δίπλα σε κατοικία
- συνώνυμο:
- αίθριο ,
- βεράντα