Translation meaning & definition of the word "patient" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασθενής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Patient
[Ασθενής]/peʃənt/
noun
1. A person who requires medical care
- "The number of emergency patients has grown rapidly"
- synonym:
- patient
1. Ένα άτομο που απαιτεί ιατρική περίθαλψη
- "Ο αριθμός των ασθενών έκτακτης ανάγκης έχει αυξηθεί ραγδαία"
- συνώνυμο:
- ασθενής
2. The semantic role of an entity that is not the agent but is directly involved in or affected by the happening denoted by the verb in the clause
- synonym:
- affected role ,
- patient role ,
- patient
2. Ο σημασιολογικός ρόλος μιας οντότητας που δεν είναι ο παράγοντας, αλλά εμπλέκεται άμεσα ή επηρεάζεται από το συμβάν στη ρήτρα
- συνώνυμο:
- επηρεασμένος ρόλος ,
- ρόλος του ασθενούς ,
- ασθενής
adjective
1. Enduring trying circumstances with even temper or characterized by such endurance
- "A patient smile"
- "Was patient with the children"
- "An exact and patient scientist"
- "Please be patient"
- synonym:
- patient
1. Διαρκείς περιστάσεις προσπάθειας με ακόμη και ψυχραιμία ή χαρακτηρίζεται από τέτοια αντοχή
- "Χαμόγελο ασθενούς"
- "Είχα υπομονή με τα παιδιά"
- "Ακριβής και υπομονετικός επιστήμονας"
- "Παρακαλώ να είστε υπομονετικοί"
- συνώνυμο:
- ασθενής
Examples of using
The patient didn't respond to treatment.
Ο ασθενής δεν ανταποκρίθηκε στη θεραπεία.
Paper is patient. There may pass a long time from the planning stage till the execution of a project. Not everything agreed on paper will be respected and accomplished. There is much written down what is wrong.
Το χαρτί είναι υπομονετικό. Μπορεί να περάσει πολύς χρόνος από το στάδιο του σχεδιασμού μέχρι την εκτέλεση ενός έργου. Δεν θα γίνουν σεβαστά και θα επιτευχθούν όλα όσα συμφωνούνται στα χαρτιά. Υπάρχουν πολλά γραμμένα που είναι λάθος.
The patient made a full recovery.
Ο ασθενής πραγματοποίησε πλήρη ανάρρωση.