Translation meaning & definition of the word "pathos" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πάθος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pathos
[Παθ]/peθɑs/
noun
1. A quality that arouses emotions (especially pity or sorrow)
- "The film captured all the pathos of their situation"
- synonym:
- pathos ,
- poignancy
1. Μια ποιότητα που προκαλεί συναισθήματα (ειδικά λύπη ή θλίψη)
- "Η ταινία κατέλαβε όλα τα πάθη της κατάστασής τους"
- συνώνυμο:
- πάθος ,
- παλλόμενο
2. A feeling of sympathy and sorrow for the misfortunes of others
- "The blind are too often objects of pity"
- synonym:
- commiseration ,
- pity ,
- ruth ,
- pathos
2. Ένα αίσθημα συμπάθειας και θλίψης για τις κακοτυχίες των άλλων
- "Οι τυφλοί είναι πολύ συχνά αντικείμενα οίκτου"
- συνώνυμο:
- αναχωρήσεισ ,
- λυπηρότητα ,
- ρουθ ,
- πάθος
3. A style that has the power to evoke feelings
- synonym:
- pathos
3. Ένα στυλ που έχει τη δύναμη να προκαλέσει συναισθήματα
- συνώνυμο:
- πάθος