Translation meaning & definition of the word "pathological" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παθολογική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pathological
[Παθολογική]/pæθəlɑʤɪkəl/
adjective
1. Of or relating to the practice of pathology
- "Pathological laboratory"
- synonym:
- pathological ,
- pathologic
1. Από ή σχετίζονται με την πρακτική της παθολογίας
- "Παθολογικό εργαστήριο"
- συνώνυμο:
- παθολογικός ,
- παθολογοανατομικέσ
2. Caused by or evidencing a mentally disturbed condition
- "A pathological liar"
- "A pathological urge to succeed"
- synonym:
- pathological
2. Προκαλείται ή αποδεικνύει μια ψυχικά διαταραγμένη κατάσταση
- "Παθολογικός ψεύτης"
- "Μια παθολογική επιθυμία να πετύχεις"
- συνώνυμο:
- παθολογικός
3. Caused by or altered by or manifesting disease or pathology
- "Diseased tonsils"
- "A morbid growth"
- "Pathologic tissue"
- "Pathological bodily processes"
- synonym:
- diseased ,
- morbid ,
- pathologic ,
- pathological
3. Προκαλείται ή τροποποιείται από ή εκδηλώνεται ασθένεια ή παθολογία
- "Αμυγδαλές αμυγδαλές"
- "Νοσηρή ανάπτυξη"
- "Παθολογικός ιστός"
- "Παθολογικές σωματικές διαδικασίες"
- συνώνυμο:
- ασθενήσ ,
- νοσηρός ,
- παθολογοανατομικέσ ,
- παθολογικός