Translation meaning & definition of the word "pathetically" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παθητικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pathetically
[Πατητικώσ]/pəθɛtɪkəli/
adverb
1. In a manner arousing sympathy and compassion
- "The sick child cried pathetically"
- synonym:
- pathetically ,
- pitiably
1. Κατά κάποιο τρόπο προκαλεί συμπάθεια και συμπόνια
- "Το άρρωστο παιδί έκλαψε αξιολύπητα"
- συνώνυμο:
- πατενταικώσ ,
- ευκίνητα
2. Arousing scornful pity
- "They had pathetically little money"
- "It was pathetically bad"
- synonym:
- pathetically
2. Προκαλώντας περιφρονητικό οίκτο
- "Είχαν ελάχιστα χρήματα"
- "Ήταν αξιολύπητα κακό"
- συνώνυμο:
- πατενταικώσ